- διατρίβειν
- διατρί̱βειν , διατρίβωrub hardpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Диатриба — Діатриба ѣдкая, желчная критика, длинное разглагольствованіе. Ср. Вы у меня точно похитили мысль, когда я слушалъ діатрибы моего визави. Я думалъ: двадцать лѣтъ назадъ тотъ же чинушъ не посмѣлъ бы... говорить въ такомъ тонѣ. П. Боборыкинъ.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
LIBERI — apud Graecos 4. erant generum, teste Eust. in Hom. Γνήσιοι, Νότοι, Σκότιοι et Παρθηνίαι Γνήσιος, aliter Ι᾿θαγενὴς dicebatur, qui e matre cive natus esset, Lat. Legitimus. Non enim omnes sine ullo discrimine Liberi, quos patres tollebant in… … Hofmann J. Lexicon universale
κλοτοπεύω — (Α) 1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος] … Dictionary of Greek
κυνηγέσιο — το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης] ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν… … Dictionary of Greek
οφιδεύειν — ὀφιδεύειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σχολάζειν, διατρίβειν, ὀκνεῑν» … Dictionary of Greek